-
1 ανθρωπίνα
ἀνθρωπίνᾱ, ἀνθρώπινοςof: fem nom /voc /acc dualἀνθρωπίνᾱ, ἀνθρώπινοςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἀνθρωπίνα
ἀνθρωπίνᾱ, ἀνθρώπινοςof: fem nom /voc /acc dualἀνθρωπίνᾱ, ἀνθρώπινοςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 ανθρώπινα
-
4 ἀνθρώπινα
-
5 ανθρώπινα
-
6 ανθρώπινα δικαιώματα
човекови праваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ανθρώπινα δικαιώματα
-
7 ανθρώπινα θύματα
човечки жртвиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ανθρώπινα θύματα
-
8 ανθρώπινα δικαιώματα
човековите праваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ανθρώπινα δικαιώματα
-
9 ἀνθρώπινος
ἀνθρώπινος, menschlich, wie ἀνϑρώπειος und ἀνϑρωπικός, bei den Att., bes. Plat. und Xen., am gebräuchlichsten, bes. das Hinfällige, Schwache des Menschen ausdrückend, πᾶν τὸ ἀνϑρώπινον, das ganze Menschengeschlecht, Her. 1, 86; τὸ ἀνϑ. γένος Plat. Phaed. 82 b; ἀνϑρωπίνη φύσις, σοφία und ähnlich. Ggstz ϑεῖος Conv. 186 b u. öfter; τὸ ἀνϑρώπινον, das menschliche Loos, τὰ ἀνϑρώπινα, Menschlichkeiten, Unglücksfälle sowohl, als Irrthümer; ἀνϑρώπινα ἁμαρτεῖν Xen. Cyr. 3, 1, 40, menschlich irren; ἀνϑρ. δόξα, der dem Irrthume ausgesetzte menschliche Verstand, Plat. Soph. 229 a. – Adv. ἀνϑρωπίνως, nach menschlicher Weise, ἐκλογίζεσϑαι Andoc. 1, 57; ἁμαρτάνειν Thuc. 3, 40; ἀνϑρωπινώτερον διασκέψασϑαι Plat. Crat. 392 b; νόμος ἀνϑρ. καὶ καλῶς κείμενος, menschlich, mild abgefaßt. – Strab. bildet den superlat. ἀνϑρωπινούστατος (?).
-
10 ανθρωπίνας
ἀνθρωπίνᾱς, ἀνθρώπινοςof: fem acc plἀνθρωπίνᾱς, ἀνθρώπινοςof: fem gen sg (doric aeolic) -
11 ἀνθρωπίνας
ἀνθρωπίνᾱς, ἀνθρώπινοςof: fem acc plἀνθρωπίνᾱς, ἀνθρώπινοςof: fem gen sg (doric aeolic) -
12 ανθρώπιν'
ἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc plἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc plἀνθρώπινε, ἀνθρώπινοςof: masc voc sgἀνθρώπινε, ἀνθρώπινοςof: masc /fem voc sgἀνθρώπιναι, ἀνθρώπινοςof: fem nom /voc pl -
13 ἀνθρώπιν'
ἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc plἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc plἀνθρώπινε, ἀνθρώπινοςof: masc voc sgἀνθρώπινε, ἀνθρώπινοςof: masc /fem voc sgἀνθρώπιναι, ἀνθρώπινοςof: fem nom /voc pl -
14 κανθρώπινα
ἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc plἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc pl -
15 κἀνθρώπινα
ἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc plἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc pl -
16 τανθρώπινα
ἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc plἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc pl -
17 τἀνθρώπινα
ἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc plἀνθρώπινα, ἀνθρώπινοςof: neut nom /voc /acc pl -
18 ἀνθρώπινος
A of, from, or belonging to man, human,ἀ. βίος Philol.11
, cf. Hdt.7.46; ἅπαν τὸ ἀ. all mankind, Id.1.86; τὸ ἀ. γένος (v.l. φῦλον) Antipho 4.1.2, Pl.Phd. 82b; ἀ. κίνδυνοι, opp. θεῖοι, And.1.139;ἀ. δίκη Lys.6.20
; ἀ. τεκμήρια, opp. omens, Antipho 5.81; human affairs,Pl.
Tht. 170b, Arist.EN 1102b3 (v.l. -ικά) ἀνθρώπινόν τι παθεῖν die, IG5(2), 266.20 (Mantinea, i B. C.), cf. PPetr.1p.33 (iii B. C.), PRyl.153.39 (ii A. D.); soἐάν τι τῶν ἀ. περί τινα γένηται Epicur.Fr. 217
.2 human, suited to man, ἀνθρωπίνη δόξα fallible, human understanding, Pl.Sph. 229a; οὐκ ἀ. ἀμαθία super-human, monstrous folly, Id.Lg. 737b, etc.; ἀ. καὶ μετρία σκῆψιςD 21.41; ;ἀ. νοῦς Men.482
;ἀ. τὸ γεγενημένον X.Cyr.5.4.19
.3 ἀνθρώπινα, τά, secular revenues, SIG527.133; secular rites, opp.θῖνα, Leg.Gort.10.43.II Adv. ἀνθρωπίνως, ἁμαρτάνειν commit human, i.e. venial, errors, Th.3.40; more within the range of human faculty,Pl.
Cra. 392b, D.18.252; ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι, i.e. with fellow-feeling, And.2.6; humanely, gently, D.23.70;ἀ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν
with moderation,Men.
816;εὐτυχίαν D.S.1.60
.—Of the three forms, ἀνθρώπειος is used exclusively in Trag. and generally in Th. (but cf.1.22); ἀνθρώπινος prevails in Comedy and in Prose from Pl. downwds. (though he uses ἀνθρώπειος no less frequently); ἀνθρωπικός is freq. in Arist. [suff] ἀνθρώπ-ιον, τό, = sq., E.Cyc. 185, Anaxandr. 34; paltry fellow,ὦ πόνηρ' ἀνθρώπια Ar. Pax 263
, cf. X.Mem.2.3.16, Cyr.5.1.14, D.18.242.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρώπινος
-
19 δι-οικέω
δι-οικέω (nach den Attieisten impf. ἐδιῴκουν, δεδιῴκημαι, s. Macho unten); – 1) abgesondert bewohnen; οἰκήσεις ἰδίας διῳκηκός Plat. Tim. 19 e. So im med., κατὰ κώμας, vereinzelt in Flecken wohnen, Xen. Hell. 5, 2, 5. Gew. – 2) durch das Haus walten, verwalten, τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις Plat. Men. 91 a, u. oft; auch Folgde; τὴν πόλιν καὶ τὴν βασιλείαν Isocr. 2, 2; τὰ τῆς πόλεως Ar. Eccl. 305; πολέμους Din. 1, 69; τὰ πρὸς τὴν πόλιν, τὰ πολιτικά, Dem. u. A.; πόλις διοικεῖται νόμοις καὶ ψηφίσμασι Dem. 24, 152, wie πᾶς ὁ τῶν ἀνϑρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται 25, 15; αἱ τυραννίδες διοικοῠνται Aesch. 1, 4. Allgemeiner, einrichten, anordnen, τὰ ἀνϑρώπινα Plat. Legg. VII, 713 c; ταπεινῶς τὸν βίον Isocr. 1, 10; von der Behandlung eines rhetorischen Stoffes, Dion. Hal.; auch im med., vom Verwalten des Geldes, Dem. 20, 33; ἐπὶ τραπέζῃ, vom Wechselgeschäft, 45, 33; auch = besorgen, anschaffen; εἴ τινος ἐνδεἴ πρὸς τὰ Παναϑήναια διοικηϑῇ 24, 97; vgl. ἀπορῶ ὁπόϑεν τὰ ἄλλα διοικῶ 27, 66; δεδιῴκηται πάλαι, ist verausgabt, Macho bei Ath. VIII, 841 c; – τὴν ἀδελφὴν καλῶς διῴκηκεν, hat er gut versorgt, Dem. 24, 202; übh. = behandeln; οἷά με δ. Alciphr. 2, 2; erhalten, ernähren, τὰ ὑποτίτϑια γάλακτι διοικεῖται Ath. II, 46 e; vgl. αὑτὸν εὐτελῶς διοικῶν, d. i. einfach lebend, Plut. Cleom. 32; Strab. XIX, 659. – Bei den Aerzten = verdauen, D. L. 6, 34. – Med., für sich anordnen, Dem.; bes. = etwas ausführen, oft mit der Nebenbdtg »durch schlimme Ränke u. Listen«; μετὰ πλείστης ἡσυχίας πάνϑ' ὅσα βοαλεται Φίλιππος διοικήσεται 8, 13; ἵνα ἃ βουλόμεϑα ὦμεν διῳκημένοι 18, 178; ἀδίκους πλεονεξίας 44, 38; πρός τινα, mit Einem ein Abkommen treffen, 58, 19.
-
20 ἀπ-α-θανατίζω
ἀπ-α-θανατίζω, unsterblich machen, unter die Götter versetzen, Plat. Charm. 156 d u. Sp.; Arist. eth. 10, 7 setzt ἀνϑρώπινα φρονεῖν entgegen.
См. также в других словарях:
ἀνθρωπίνα — ἀνθρωπίνᾱ , ἀνθρώπινος of fem nom/voc/acc dual ἀνθρωπίνᾱ , ἀνθρώπινος of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρώπινα — ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροχός τὰ ἀνθρώπινα. — τροχός τὰ ἀνθρώπινα. См. Колесо фортуны … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κἀνθρώπινα — ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνθρώπινα — ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίνας — ἀνθρωπίνᾱς , ἀνθρώπινος of fem acc pl ἀνθρωπίνᾱς , ἀνθρώπινος of fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρώπιν' — ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινα , ἀνθρώπινος of neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπινε , ἀνθρώπινος of masc voc sg ἀνθρώπινε , ἀνθρώπινος of masc/fem voc sg ἀνθρώπιναι , ἀνθρώπινος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίναν — ἀνθρωπίνᾱν , ἀνθρώπινος of fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
υπεράνθρωπος — Άτομο που στέκει πάνω από την ανθρώπινη δύναμη. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό, το δυναμικό άτομο, το πολύ πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Ο όρος έγινε γνωστός κυρίως από τη σχετική θεωρία του Φρ. Νίτσε, που ιδανικό του ήταν ο… … Dictionary of Greek